Οριοθετώ στα ισλανδικά

Μετάφραση: οριοθετώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afmarka, delimit, að afmarka
Οριοθετώ στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οριοθετώ

οριοθετώ english, υιοθετώ στα αγγλικά, υιοθετώ συνώνυμο, οριοθετώ συνώνυμα, οριοθετώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, οριοθετώ στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • οριακός στα ισλανδικά - lélegur, brúnum, jaðarsvæðum, jaðar, lítils háttar
  • οριζόντιος στα ισλανδικά - lárétt, lárétta, láréttur, láréttu, láréttum
  • ορισμός στα ισλανδικά - skilgreining, skilgreiningu, skýring, Skilgreiningin
  • οριστικά στα ισλανδικά - ákveðið, örugglega, ákveðið að, sannarlega, efa
Τυχαίες λέξεις
Οριοθετώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: afmarka, delimit, að afmarka