Οριοθετώ στα φινλανδικά

Μετάφραση: οριοθετώ, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
määritellä, rajoittaa, rajata, rajataan, rajoittavat, rajaavat, rajaamaan
Οριοθετώ στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οριοθετώ

οριοθετώ english, υιοθετώ στα αγγλικά, υιοθετώ συνώνυμο, οριοθετώ συνώνυμα, οριοθετώ λεξικό γλώσσας φινλανδικά, οριοθετώ στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • οριακός στα φινλανδικά - rajalinja, rajaviiva, raja, heikko, marginaalinen, reunanumeron, reunanumero, ...
  • οριζόντιος στα φινλανδικά - littana, horisontaali, vaakasuora, horisontaalinen, horisontaalisia, horisontaalin, horisontaalisen
  • ορισμός στα φινλανδικά - tapaaminen, määritelmä, nimitys, määritelmän, määritelmää, Ainostaan, määrittely
  • οριστικά στα φινλανδικά - ehdottomasti, varmasti, todellakaan, lopullisesti, selvästi
Τυχαίες λέξεις
Οριοθετώ στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: määritellä, rajoittaa, rajata, rajataan, rajoittavat, rajaavat, rajaamaan