Περίοδος στα ισλανδικά
Μετάφραση: περίοδος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
árstími, árferði, árstíð, tímabil, tímabilið, tímabili, tímabilinu, tími
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περίοδος
περίοδος μετά από αποβολή, περίοδος συμπτώματα, περίοδος και εγκυμοσύνη, περίοδος και βαφή μαλλιών, περίοδος εκπτώσεων, περίοδος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, περίοδος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- περίμενε στα ισλανδικά - bíða, bið, búast, búast við, búist, ráð fyrir, búist við
- περίοδο στα ισλανδικά - árstími, árferði, árstíð, tímabil, tímabilið, tímabili, tímabilinu, ...
- περίοπτος στα ισλανδικά - áberandi
- περίπλοκος στα ισλανδικά - flókinn, flókið, flókin, flóknari, flóknara
Τυχαίες λέξεις
Περίοδος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: árstími, árferði, árstíð, tímabil, tímabilið, tímabili, tímabilinu, tími
Μεταφράσεις: árstími, árferði, árstíð, tímabil, tímabilið, tímabili, tímabilinu, tími