Stólpi στα ελληνικά
Μετάφραση: stólpi, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοκάρι, πόστο, ταχυδρομώ, κολόνα, στύλος, πυλώνα, πυλώνας, άξονα
Μεταφράσεις
- stærð στα ελληνικά - μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, του μεγέθους
- stóll στα ελληνικά - έδρα, καρέκλα, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει
- stór στα ελληνικά - μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
- stórkostlegur στα ελληνικά - υπέροχος, εξαίσιος, έξοχα, καταπληκτικά, υπέροχα, υπέροχη, μυθική, ...
Τυχαίες λέξεις
Stólpi στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοκάρι, πόστο, ταχυδρομώ, κολόνα, στύλος, πυλώνα, πυλώνας, άξονα
Μεταφράσεις: δοκάρι, πόστο, ταχυδρομώ, κολόνα, στύλος, πυλώνα, πυλώνας, άξονα