Συγκλονίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: συγκλονίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
convulse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγκλονίζω
συγκλονίζω συνωνυμο, συγκλονίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συγκλονίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συγκεντρώνω στα ισλανδικά - safna, að safna, innheimta, safna saman, safnað
- συγκινητικός στα ισλανδικά - færa, flytja, að flytja, að færa, áhrifamikill
- συγκολλώ στα ισλανδικά - prjóna, hnýta, að hnýta
- συγκρίνω στα ισλανδικά - andstæða, bera, bera saman, berðu saman, saman, tilboðin
Τυχαίες λέξεις
Συγκλονίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: convulse
Μεταφράσεις: convulse