Συγκλονίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: συγκλονίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
supurtyti, raitytis, Inicijuoti spazmatycznego juokiatės, Satricināt, Convulse
Συγκλονίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκλονίζω

συγκλονίζω συνωνυμο, συγκλονίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συγκλονίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συγκεντρώνω στα λιθουανικά - rinkti, surinkti, renka, kaupti, surenka
  • συγκινητικός στα λιθουανικά - judantis, juda, perkelti, judėti, judančių
  • συγκολλώ στα λιθουανικά - megzti, mezgimo, megztiniai, numegzti
  • συγκρίνω στα λιθουανικά - palyginti, palyginkite, lyginame, lyginti, Palyginimui
Τυχαίες λέξεις
Συγκλονίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: supurtyti, raitytis, Inicijuoti spazmatycznego juokiatės, Satricināt, Convulse