Συγκλονίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συγκλονίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
convulsionar, convulse, convulsiona, convulsionam, se convulsionar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγκλονίζω
συγκλονίζω συνωνυμο, συγκλονίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συγκλονίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συγκεντρώνω στα πορτογαλικά - concentrar, coletar, coleta, cobrar, reunir, colecionar
- συγκινητικός στα πορτογαλικά - em movimento, movente, comovente, móvel, mover
- συγκολλώ στα πορτογαλικά - solda, ligação, adesão, tricotar, knit, malha, tricô, ...
- συγκρίνω στα πορτογαλικά - contrastar, contraste, comparar, compare, comparação, compará, compara
Τυχαίες λέξεις
Συγκλονίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: convulsionar, convulse, convulsiona, convulsionam, se convulsionar
Μεταφράσεις: convulsionar, convulse, convulsiona, convulsionam, se convulsionar