Συγκλονίζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: συγκλονίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трэсці, узрушваць
Συγκλονίζω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκλονίζω

συγκλονίζω συνωνυμο, συγκλονίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συγκλονίζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • συγκεντρώνω στα λευκορωσικά - збіраць, зьбіраць
  • συγκινητικός στα λευκορωσικά - рухаюцца, якія рухаюцца, рухомых, рухаліся
  • συγκολλώ στα λευκορωσικά - абавязак, вязаць, вязать
  • συγκρίνω στα λευκορωσικά - параўнаць, параўноўваць
Τυχαίες λέξεις
Συγκλονίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: трэсці, узрушваць