Συγκλονίζω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: συγκλονίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
растресе, грчењето, го растресе
Συγκλονίζω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκλονίζω

συγκλονίζω συνωνυμο, συγκλονίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συγκλονίζω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • συγκεντρώνω στα σλαβομακεδονικά - соберат, собира, се соберат, собираме, собираат
  • συγκινητικός στα σλαβομακεδονικά - поместување, се движат, се движи, движат, движи
  • συγκολλώ στα σλαβομακεδονικά - плете, плетам, плетени, плетат, поврзано
  • συγκρίνω στα σλαβομακεδονικά - споредите, споредуваат, спореди, споредиме, споредат
Τυχαίες λέξεις
Συγκλονίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: растресе, грчењето, го растресе