Συνδέω στα ισλανδικά
Μετάφραση: συνδέω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tengja, hlekkur, tengjast, að tengja, að tengjast, tengst
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνδέω
συνδέω συνώνυμα, συνδέω κλίση, συνδέω με κάιρο, συνδέω ετυμολογία, συνδέω αόριστος, συνδέω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συνδέω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συναυλία στα ισλανδικά - tónleikur, hljómleikar, tónleikar, Tónleikarnir, tónleika, tónleikum, tónleikana
- συναφής στα ισλανδικά - heildstætt, heildstæða, samhangandi, samfelldar, samstæðari
- συνδετήρας στα ισλανδικά - myndband, Bút, bréfaklemma, innskot, myndskeiða
- συνδετικός στα ισλανδικά - bandveflarprótín
Τυχαίες λέξεις
Συνδέω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: tengja, hlekkur, tengjast, að tengja, að tengjast, tengst
Μεταφράσεις: tengja, hlekkur, tengjast, að tengja, að tengjast, tengst