Συνδέω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: συνδέω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абавязак, колца, падключаць, падлучаць, далучаць
Συνδέω στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδέω

συνδέω συνώνυμα, συνδέω κλίση, συνδέω με κάιρο, συνδέω ετυμολογία, συνδέω αόριστος, συνδέω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συνδέω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • συναυλία στα λευκορωσικά - канцэрт
  • συναφής στα λευκορωσικά - кагерэнтны, кагерэнтнай
  • συνδετήρας στα λευκορωσικά - абцугi, кліп
  • συνδετικός στα λευκορωσικά - злучальны, злучальных, злучальнае
Τυχαίες λέξεις
Συνδέω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: абавязак, колца, падключаць, падлучаць, далучаць