Συνδέω στα δανικά

Μετάφραση: συνδέω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forene, befæste, forbinde, bånd, binde, tilslutte, oprette forbindelse, slutte, tilslutter
Συνδέω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδέω

συνδέω συνώνυμα, συνδέω κλίση, συνδέω με κάιρο, συνδέω ετυμολογία, συνδέω αόριστος, συνδέω λεξικό γλώσσας δανικά, συνδέω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συναυλία στα δανικά - koncert, Concert, koncerten, Billetter til koncerter, koncerter
  • συναφής στα δανικά - sammenhængende, konsekvent, kohærent, en sammenhængende, sammenhæng
  • συνδετήρας στα δανικά - klippe, klip, clip, klippet, klips, clips
  • συνδετικός στα δανικά - bindevæv, binde-, forbindende, forbindelsesdelen, connective
Τυχαίες λέξεις
Συνδέω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forene, befæste, forbinde, bånd, binde, tilslutte, oprette forbindelse, slutte, tilslutter