Θηλαστικός στα ισπανικά
Μετάφραση: θηλαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mamón, mamífero, mamíferos, de mamífero, de mamíferos, los mamíferos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θηλαστικός
θηλαστικός λεξικό γλώσσας ισπανικά, θηλαστικός στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- θηλάζω στα ισπανικά - chupar, chupada, lactar, mamar, sorber, criar, amamantar, ...
- θηλαστικό στα ισπανικά - mamífero, mamíferos, mamıfero, de mamíferos, mamífero que
- θηλιά στα ισπανικά - bucle, lazo, dogal, nudo corredizo, soga, nudo
- θηλυκός στα ισπανικά - femenino, hembra, femenil, femenina, mujer, femeninas
Τυχαίες λέξεις
Θηλαστικός στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: mamón, mamífero, mamíferos, de mamífero, de mamíferos, los mamíferos
Μεταφράσεις: mamón, mamífero, mamíferos, de mamífero, de mamíferos, los mamíferos