Θηλαστικός στα πολωνικά

Μετάφραση: θηλαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykarmienie, osesek, niemowlę, ssaków, od ssaków, u ssaków, ssaczy, ssacza
Θηλαστικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θηλαστικός

θηλαστικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, θηλαστικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • θηλάζω στα πολωνικά - cmokać, ssać, karmić, wciągać, smoktać, podlizywać, ssanie, ...
  • θηλαστικό στα πολωνικά - ssak, ssaków, ssaka, ssakiem
  • θηλιά στα πολωνικά - zwitka, pętelka, kokarda, podwiązać, zapętlenie, pętla, obwód, ...
  • θηλυκός στα πολωνικά - samica, żeński, kobieta, kobiecy, obejmujący, samiczy, female, ...
Τυχαίες λέξεις
Θηλαστικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wykarmienie, osesek, niemowlę, ssaków, od ssaków, u ssaków, ssaczy, ssacza