Θηλαστικός στα ιταλικά
Μετάφραση: θηλαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mammifero, mammiferi, dei mammiferi, di mammiferi, di mammifero
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θηλαστικός
θηλαστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, θηλαστικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- θηλάζω στα ιταλικά - risucchiare, aspirare, succhiare, allattare, poppare, suggere, suzione, ...
- θηλαστικό στα ιταλικά - mammifero, mammiferi
- θηλιά στα ιταλικά - riccio, annodare, cappio, laccio, noose, nodo scorsoio, il cappio
- θηλυκός στα ιταλικά - femminile, femmina, donna, donne, femminili
Τυχαίες λέξεις
Θηλαστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: mammifero, mammiferi, dei mammiferi, di mammiferi, di mammifero
Μεταφράσεις: mammifero, mammiferi, dei mammiferi, di mammiferi, di mammifero