Λέξη: θηλαστικός

Μεταφράσεις: θηλαστικός

θηλαστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suckling, mammalian

θηλαστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mamón, mamífero, mamíferos, de mamífero, de mamíferos, los mamíferos

θηλαστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
säugend, säugling, Säugetier-, Säugetier, Säuger

θηλαστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
allaitant, nourrisson, mammifères, mammifère, de mammifère, de mammifères, des mammifères

θηλαστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mammifero, mammiferi, dei mammiferi, di mammiferi, di mammifero

θηλαστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mamíferos, de mamíferos, mamífero, mamífera, dos mamíferos

θηλαστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zoogdier-, zoogdieren, zoogdier, van zoogdieren, zoogdierlijke

θηλαστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
младенец, сосун, ребёнок, сосунок, кормление, млекопитающих, млекопитающего, млекопитающие, у млекопитающих

θηλαστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pattedyr, hos pattedyr, mammalsk

θηλαστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
däggdjurs, däggdjur, från däggdjur

θηλαστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
imeväinen, nisäkkäiden, nisäkkään, nisäkkäistä, nisäkäs-, nisäkäsperäisen

θηλαστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pattedyr, fra pattedyr, mammal, mammale

θηλαστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kojenec, savčí, savců, savčích, savčího, u savců

θηλαστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykarmienie, osesek, niemowlę, ssaków, od ssaków, u ssaków, ssaczy, ssacza

θηλαστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
emlős, emlősök, emlősökből, emlőseredetű, az emlős

θηλαστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
memeli, memelilerin, bir memeli, memelilerde

θηλαστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
немовля, ссавців

θηλαστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjitarëve, gjitare, gjitari, gjitar, gjitarit

θηλαστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
младенец, от бозайници, при бозайниците, на бозайници, от бозайник, на бозайниците

θηλαστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
млекакормячых, сысуноў, млекаспажыўцоў

θηλαστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
imetaja, imetajate, imetajatelt, imetajatest, imetajatelt pärit

θηλαστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odojče, sisar, sisavaca, sisavca, sisavac, kod sisavaca

θηλαστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spendýra, spendýri, spendýrum, úr spendýri, úr spendýrum

θηλαστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žinduolių, žinduoliai, žinduolio, skirtos žinduolių

θηλαστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zīdainis, zīdītāju, zīdītāja, zīdītājiem, zīd, zīdītāji

θηλαστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
цицачи, цицачите, на цицачи, на цицачите, кај цицачите

θηλαστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mamifer, mamifere, de mamifere, de mamifer, la mamifere

θηλαστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sesalcev za, sesalcih, sesalskih, pri sesalcih, sesalcev in

θηλαστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cicavcov, cicavcov a, druhy cicavcov, cicavčie
Τυχαίες λέξεις