Ένοχος στα ιταλικά

Μετάφραση: ένοχος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colpevole, reo, delinquente, colpevoli, colpa, in colpa, colpevolezza
Ένοχος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένοχος

ένοχος goin through stixoi, ένοχος - goin ' through feat. ominus stixoi, ένοχος λαγός, ένοχος ο παπαγεωργόπουλος, ένοχος χωρίς αποδείξεις, ένοχος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ένοχος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ένοικος στα ιταλικά - affittuario, noleggiatore, inquilino, locatario, conduttore, tenant
  • ένορκος στα ιταλικά - giurato, giuria, juror, giurati, giurata
  • ένσταση στα ιταλικά - obiezione, opposizione, eccezione, obiezioni, un'obiezione
  • ένταλμα στα ιταλικά - mandato, ordine, ordinanza, garanzia, warrant, mandato di, garantisce
Τυχαίες λέξεις
Ένοχος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: colpevole, reo, delinquente, colpevoli, colpa, in colpa, colpevolezza