Ένοχος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ένοχος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обидчив, виновен, виновни, за виновен, виновна, вина
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένοχος
ένοχος goin through stixoi, ένοχος - goin ' through feat. ominus stixoi, ένοχος λαγός, ένοχος ο παπαγεωργόπουλος, ένοχος χωρίς αποδείξεις, ένοχος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ένοχος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ένοικος στα βουλγαρικά - наемател, наемателя, наемателите, арендатор, наемателят
- ένορκος στα βουλγαρικά - съдебен заседател, заседател, журито, жури, заседателите
- ένσταση στα βουλγαρικά - възражение, възражения, възражението
- ένταλμα στα βουλγαρικά - ордер, поръчителство, разрешително, гаранция, заповед, заповед за
Τυχαίες λέξεις
Ένοχος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: обидчив, виновен, виновни, за виновен, виновна, вина
Μεταφράσεις: обидчив, виновен, виновни, за виновен, виновна, вина