Ένοχος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ένοχος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schuldig, schuldige, zich schuldig, schuld, schuldigen
Ένοχος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένοχος

ένοχος goin through stixoi, ένοχος - goin ' through feat. ominus stixoi, ένοχος λαγός, ένοχος ο παπαγεωργόπουλος, ένοχος χωρίς αποδείξεις, ένοχος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ένοχος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ένοικος στα ολλανδικά - pachter, huurder, huurders, tenant, de huurder
  • ένορκος στα ολλανδικά - jurylid, gezworene, jury, juryleden, juror
  • ένσταση στα ολλανδικά - bezwaar, tegenwerping, exceptie, bezwaren, bezwaarschrift
  • ένταλμα στα ολλανδικά - aanschrijving, garantie, waarborg, bevel, garanderen, bevelschrift, rechtvaardigen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ένοχος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schuldig, schuldige, zich schuldig, schuld, schuldigen