Ακροατήριο στα ιταλικά
Μετάφραση: ακροατήριο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
uditorio, udienza, pubblico, audience, spettatori, pubblico di
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακροατήριο
φανταστικό ακροατήριο, ακροατήριο συνώνυμα, ακροατήριο κανείς, ακροατήριο δικαστηρίου, διττό ακροατήριο, ακροατήριο λεξικό γλώσσας ιταλικά, ακροατήριο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ακριβώς στα ιταλικά - giustamente, appunto, esattamente, proprio, precisamente, esatto
- ακριτόμυθος στα ιταλικά - indiscreto, babbler, cianciatore, chiacchierone, ciarlatano, ciarlone
- ακροατής στα ιταλικά - ascoltatore, listener, ascolta, listener di, all'ascoltatore
- ακροβάτης στα ιταλικά - acrobata, Acrobat, di Acrobat, saltimbanco, equilibrista
Τυχαίες λέξεις
Ακροατήριο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: uditorio, udienza, pubblico, audience, spettatori, pubblico di
Μεταφράσεις: uditorio, udienza, pubblico, audience, spettatori, pubblico di