Ανακούφιση στα ιταλικά
Μετάφραση: ανακούφιση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rilievo, soccorso, sussidio, risalto, sollievo, in rilievo, scarico
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακούφιση
ανακούφιση από βήχα, ανακούφιση συνώνυμα, ανακούφιση από πονοκέφαλο, ανακούφιση από πόνους περιόδου, ανακούφιση από τσιμπήματα κουνουπιών, ανακούφιση λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανακούφιση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ανακοπή στα ιταλικά - dilazione, molleggio, sosta, fallimento, guasto, mancata, insufficienza, ...
- ανακουφίζω στα ιταλικά - alleviare, sopire, comfort, comodità, il comfort, conforto, di comfort
- ανακρίβεια στα ιταλικά - inesattezza, imprecisione, imprecisioni, inaccuratezza, inesattezze
- ανακρίνω στα ιταλικά - chiedere, graticola, richiesta, questione, griglia, domanda, esaminare, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανακούφιση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: rilievo, soccorso, sussidio, risalto, sollievo, in rilievo, scarico
Μεταφράσεις: rilievo, soccorso, sussidio, risalto, sollievo, in rilievo, scarico