Αναπολώ στα ιταλικά
Μετάφραση: αναπολώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricordarsi, raccogliere, rammentare, ricordare, raccogliersi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπολώ
αναπολώ ετυμολογία, αναπολώ meaning, αναπολώ συνώνυμα, αναπολώ ορισμός, αναπολώ το χθες, αναπολώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, αναπολώ στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αναποδιά στα ιταλικά - intoppo, di traino, gancio di, intoppi, hitch
- αναποδογυρίζω στα ιταλικά - invertire, capovolgere, rovesciare, rivoltare, irritato, sconvolto, upset, ...
- αναποτελεσματικός στα ιταλικά - incapace, inefficiente, inefficace, inefficaci, efficace, inefficacia
- αναπροσαρμόζομαι στα ιταλικά - riaggiustare, adjusted, rettificato, impostato, regolato, regolata
Τυχαίες λέξεις
Αναπολώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ricordarsi, raccogliere, rammentare, ricordare, raccogliersi
Μεταφράσεις: ricordarsi, raccogliere, rammentare, ricordare, raccogliersi