Αναπολώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αναπολώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
успамінаць, ўспамінаць, згадваць, ўзгадваць, узгадваць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπολώ
αναπολώ ετυμολογία, αναπολώ meaning, αναπολώ συνώνυμα, αναπολώ ορισμός, αναπολώ το χθες, αναπολώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αναπολώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αναποδιά στα λευκορωσικά - замінка, затрымка, замешка, няўпраўка
- αναποδογυρίζω στα λευκορωσικά - засмучэнне, расстройства, разлад, расстройствы, расстройство
- αναποτελεσματικός στα λευκορωσικά - неэфектыўны
- αναπροσαρμόζομαι στα λευκορωσικά - адрэгуляваны, адладжаны
Τυχαίες λέξεις
Αναπολώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: успамінаць, ўспамінаць, згадваць, ўзгадваць, узгадваць
Μεταφράσεις: успамінаць, ўспамінаць, згадваць, ўзгадваць, узгадваць