Αποκλειστικά στα ιταλικά

Μετάφραση: αποκλειστικά, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esclusivamente, esclusiva, in esclusiva, solo, esclusivo
Αποκλειστικά στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκλειστικά

αποκλειστικά in english, αποκλειστικά καρράσ, αποκλειστικά συνώνυμα, αποκλειστικά στο nasos blog, αποκλειστικά μετάφραση, αποκλειστικά λεξικό γλώσσας ιταλικά, αποκλειστικά στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αποκλείω στα ιταλικά - vietare, prevenire, bando, escludere, proibizione, precludere, rimuovere, ...
  • αποκλεισμός στα ιταλικά - divieto, bando, proibizione, vietare, proibire, interdizione, maledizione, ...
  • αποκλειστικός στα ιταλικά - esclusivo, esclusiva, Exclusive, in esclusiva, esclusiva per
  • αποκλειστικότητα στα ιταλικά - esclusivo, esclusività, l'esclusività, dell'esclusività, esclusivismo, di esclusività
Τυχαίες λέξεις
Αποκλειστικά στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: esclusivamente, esclusiva, in esclusiva, solo, esclusivo