Αποκλειστικά στα λιθουανικά
Μετάφραση: αποκλειστικά, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tik, išimtinai, išskirtinai, vien tik, vien
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκλειστικά
αποκλειστικά in english, αποκλειστικά καρράσ, αποκλειστικά συνώνυμα, αποκλειστικά στο nasos blog, αποκλειστικά μετάφραση, αποκλειστικά λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αποκλειστικά στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αποκλείω στα λιθουανικά - išskirti, pašalinti, neįtraukti, įskaitant, netaikyti
- αποκλεισμός στα λιθουανικά - pašalinimas, išskyrimas, atskirtis, išimtis, atskirties
- αποκλειστικός στα λιθουανικά - išskirtinis, išimtinė, išskirtinė, išimtinę, išimtinės
- αποκλειστικότητα στα λιθουανικά - išskirtinumas, išskirtinumo, Išskirtinumą, uždarumas
Τυχαίες λέξεις
Αποκλειστικά στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tik, išimtinai, išskirtinai, vien tik, vien
Μεταφράσεις: tik, išimtinai, išskirtinai, vien tik, vien