Αποκλειστικά στα τούρκικα
Μετάφραση: αποκλειστικά, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yalnız, sadece, özel, yalnızca, münhasıran, özel olarak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκλειστικά
αποκλειστικά in english, αποκλειστικά καρράσ, αποκλειστικά συνώνυμα, αποκλειστικά στο nasos blog, αποκλειστικά μετάφραση, αποκλειστικά λεξικό γλώσσας τούρκικα, αποκλειστικά στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αποκλείω στα τούρκικα - yasak, engellemek, önlemek, yasaklamak, dışlamak, hariç, dahil değildir, ...
- αποκλεισμός στα τούρκικα - yasaklamak, yasak, hariç tutma, dışlama, dışlanma, dışlanması, hariç
- αποκλειστικός στα τούρκικα - özel, eXCLUSIVE, MÜNHASIR, seçkin, münhasır
- αποκλειστικότητα στα τούρκικα - seçkinlik, özel olma, ayrıcalıklı olma, tek olma
Τυχαίες λέξεις
Αποκλειστικά στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yalnız, sadece, özel, yalnızca, münhasıran, özel olarak
Μεταφράσεις: yalnız, sadece, özel, yalnızca, münhasıran, özel olarak