Αποκλειστικά στα τσεχικά
Μετάφραση: αποκλειστικά, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pouze, jedině, výhradně, toliko, výlučně, exkluzivně, výhradní
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκλειστικά
αποκλειστικά in english, αποκλειστικά καρράσ, αποκλειστικά συνώνυμα, αποκλειστικά στο nasos blog, αποκλειστικά μετάφραση, αποκλειστικά λεξικό γλώσσας τσεχικά, αποκλειστικά στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αποκλείω στα τσεχικά - vyloučit, zakazovat, vykázat, předejít, klatba, vyhladit, odstranit, ...
- αποκλεισμός στα τσεχικά - proklít, proklínat, zákaz, klatba, vypovězení, zakázat, vyloučení, ...
- αποκλειστικός στα τσεχικά - výhradní, výlučný, exkluzivní, výhradním, výlučné, výlučná
- αποκλειστικότητα στα τσεχικά - výhradní, výlučný, výlučnost, exkluzivita, exkluzivitu, výlučné využití, výlučné
Τυχαίες λέξεις
Αποκλειστικά στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: pouze, jedině, výhradně, toliko, výlučně, exkluzivně, výhradní
Μεταφράσεις: pouze, jedině, výhradně, toliko, výlučně, exkluzivně, výhradní