Διαρκείας στα ιταλικά
Μετάφραση: διαρκείας, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stagione, Molto, stagione di, la stagione, periodo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαρκείας
διαρκείας αεκ, διαρκείας παναθηναικου, διαρκείας παναθηναικού 2014, διαρκείας ολυμπιακού, διαρκείας παο, διαρκείας λεξικό γλώσσας ιταλικά, διαρκείας στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- διαπρεπής στα ιταλικά - notevole, preminente, preponderante, eminente, per eccellenza, autorevole
- διαρκής στα ιταλικά - permanente, persistente, continuo, costante, costanti, continua, costante di
- διαρκώ στα ιταλικά - continuare, durare, scorso, perdurare, finale, ultimo, sopportare, ...
- διαρρέω στα ιταλικά - perdere, colare, perdita, fessura, filtrare, penetrare, infiltrarsi, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαρκείας στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: stagione, Molto, stagione di, la stagione, periodo
Μεταφράσεις: stagione, Molto, stagione di, la stagione, periodo