Διαρκείας στα τούρκικα

Μετάφραση: διαρκείας, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dayanıklı, sezon, Bu sezon, şampiyonu sezon, sezonu
Διαρκείας στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαρκείας

διαρκείας αεκ, διαρκείας παναθηναικου, διαρκείας παναθηναικού 2014, διαρκείας ολυμπιακού, διαρκείας παο, διαρκείας λεξικό γλώσσας τούρκικα, διαρκείας στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διαπρεπής στα τούρκικα - üstün, Önde gelen, seçkin, seçkin bir, preeminent
  • διαρκής στα τούρκικα - sürekli, devamlı, sabit, sabit bir, sabiti, sürekli bir
  • διαρκώ στα τούρκικα - kesin, geçen, kati, katlanmak, tahammül, dayanıklı olmak, dayanmak, ...
  • διαρρέω στα τούρκικα - sızmak, sızabilir, anlaşılmak, sızarak, sızmasına
Τυχαίες λέξεις
Διαρκείας στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: dayanıklı, sezon, Bu sezon, şampiyonu sezon, sezonu