Διαρκείας στα ουγγρικά
Μετάφραση: διαρκείας, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
évad, idény, szezon, szezonban, a szezonban
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαρκείας
διαρκείας αεκ, διαρκείας παναθηναικου, διαρκείας παναθηναικού 2014, διαρκείας ολυμπιακού, διαρκείας παο, διαρκείας λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διαρκείας στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διαπρεπής στα ουγγρικά - kiemelkedő, kimagasló, legkiemelkedőbb, kiemelkedõ
- διαρκής στα ουγγρικά - folytatódó, szívós, folyamatos, állandó, konstans, folyamatosan, változatlan
- διαρκώ στα ουγγρικά - legújabb, legfrissebb, kaptafa, múlt, utolsónak, utoljára, elviselni, ...
- διαρρέω στα ουγγρικά - kiszivárogtatás, kicsepegés, szivárgás, vezetékhiba, lék, szivárog, beszivároghat, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαρκείας στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: évad, idény, szezon, szezonban, a szezonban
Μεταφράσεις: évad, idény, szezon, szezonban, a szezonban