Διαρκείας στα γερμανικά
Μετάφραση: διαρκείας, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anhaltend, bleibend, haltbar, dauerhaft, Saison, Jahreszeit, Zeit
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαρκείας
διαρκείας αεκ, διαρκείας παναθηναικου, διαρκείας παναθηναικού 2014, διαρκείας ολυμπιακού, διαρκείας παο, διαρκείας λεξικό γλώσσας γερμανικά, διαρκείας στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- διαπρεπής στα γερμανικά - auffallend, prominenter, prominente, markant, hervorragend, überragend, herausragende, ...
- διαρκής στα γερμανικά - stetig, beharrlich, beständig, dauernd, fortlaufend, anhaltend, durchgängig, ...
- διαρκώ στα γερμανικά - leisten, zuletzt, vorig, modernste, letzter, dauern, neuste, ...
- διαρρέω στα γερμανικά - leckage, leck, undichtigkeit, sickern, versickern, eindringen, einsickern, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαρκείας στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: anhaltend, bleibend, haltbar, dauerhaft, Saison, Jahreszeit, Zeit
Μεταφράσεις: anhaltend, bleibend, haltbar, dauerhaft, Saison, Jahreszeit, Zeit