Εκτιμητής στα ιταλικά
Μετάφραση: εκτιμητής, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assessore, estimatore, stimatore, Estimator, Calcola il Costo, Calcola il Costo di
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκτιμητής
εκτιμητής εικόνων, εκτιμητής γραμματοσήμων, εκτιμητής τράπεζας, εκτιμητής διαμαντιών, εκτιμητής έργων τέχνης, εκτιμητής λεξικό γλώσσας ιταλικά, εκτιμητής στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- εκτεταμένα στα ιταλικά - ampiamente, estesamente, estensivamente, largamente, a lungo
- εκτεταμένος στα ιταλικά - vasto, esteso, ampio, estensivo, vasta, una vasta
- εκτιμώ στα ιταλικά - quotare, pregio, apprezzare, valutare, gradire, valore, valuta, ...
- εκτινάσσομαι στα ιταλικά - fonte, slancio, sorgente, molla, elasticità, saltare, primavera, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκτιμητής στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: assessore, estimatore, stimatore, Estimator, Calcola il Costo, Calcola il Costo di
Μεταφράσεις: assessore, estimatore, stimatore, Estimator, Calcola il Costo, Calcola il Costo di