Εκτιμητής στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εκτιμητής, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ацэншчык
Εκτιμητής στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτιμητής

εκτιμητής εικόνων, εκτιμητής γραμματοσήμων, εκτιμητής τράπεζας, εκτιμητής διαμαντιών, εκτιμητής έργων τέχνης, εκτιμητής λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εκτιμητής στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εκτεταμένα στα λευκορωσικά - многа, шмат, шырока
  • εκτεταμένος στα λευκορωσικά - шыпокi, шырокі, вялікі, прасторны
  • εκτιμώ στα λευκορωσικά - шанаваць, цаніць
  • εκτινάσσομαι στα λευκορωσικά - скакаць, вясна, выкідваць, выкідаць, выкідваць рэчыва, выбрасывать
Τυχαίες λέξεις
Εκτιμητής στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ацэншчык