Καπνίζω στα ιταλικά

Μετάφραση: καπνίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trattare, fumo, curare, guarire, fumare, rimedio, cura, risanare, riparo, di fumo, fumi, fumo di, il fumo
Καπνίζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καπνίζω

καπνίζω πούρα για σενανε χαμουρα, καπνίζω ονειροκρίτης, καπνίζω 5 τσιγάρα την ημέρα, καπνίζω και σε σκέφτομαι κώστασ σαφέτησ, καπνίζω τα τσιγάρα μου, καπνίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, καπνίζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • καπιταλιστής στα ιταλικά - capitalista, capitalistico, capitalistica, capitalismo, capitalisti
  • καπνά στα ιταλικά - tabacco, di tabacco, del tabacco, tabacchi, il tabacco
  • καπνιά στα ιταλικά - fuliggine, oscenità, smut, sconcezza, granello di fuliggine
  • καπνιστής στα ιταλικά - fumatore, fumatori, fumo, Non fumo, fumatore di
Τυχαίες λέξεις
Καπνίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: trattare, fumo, curare, guarire, fumare, rimedio, cura, risanare, riparo, di fumo, fumi, fumo di, il fumo