Μάνα στα ιταλικά
Μετάφραση: μάνα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mamma, madre, la madre, materno
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μάνα
μάνα μητέρα μαμά, μάνα μου ελλάς, μάνα γη, μάνα που ζω, μανα μου τα κλεφτόπουλα, μάνα λεξικό γλώσσας ιταλικά, μάνα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- μάλλινος στα ιταλικά - di lana, lana, in lana, woolen, lana del
- μάλλον στα ιταλικά - verosimile, probabilmente, probabile, piuttosto, invece, meglio, abbastanza
- μάνικα στα ιταλικά - tubo flessibile, manichetta, calze, tubo, tubo di
- μάνταλο στα ιταλικά - catenaccio, saliscendi, chiavistello, fermo, latch, aggancio, scrocco
Τυχαίες λέξεις
Μάνα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: mamma, madre, la madre, materno
Μεταφράσεις: mamma, madre, la madre, materno