Μάνα στα σουηδικά
Μετάφραση: μάνα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mamma, mor, modern, moder, mamman
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μάνα
μάνα μητέρα μαμά, μάνα μου ελλάς, μάνα γη, μάνα που ζω, μανα μου τα κλεφτόπουλα, μάνα λεξικό γλώσσας σουηδικά, μάνα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- μάλλινος στα σουηδικά - ull, ylle, av ull, woolen
- μάλλον στα σουηδικά - trolig, antaglig, trovärdig, sannolik, snarare, ganska, stället, ...
- μάνικα στα σουηδικά - slang, slangen, lang
- μάνταλο στα σουηδικά - spärr, spärren, låskretsen
Τυχαίες λέξεις
Μάνα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: mamma, mor, modern, moder, mamman
Μεταφράσεις: mamma, mor, modern, moder, mamman