Μάνταλο στα ιταλικά

Μετάφραση: μάνταλο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
catenaccio, saliscendi, chiavistello, fermo, latch, aggancio, scrocco
Μάνταλο στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μάνταλο

μάνταλο πόρτας, παναγιώτη μάνταλο, μάνταλο wiki, πέτρο μάνταλο, μάνταλο λεξικό γλώσσας ιταλικά, μάνταλο στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • μάνα στα ιταλικά - mamma, madre, la madre, materno
  • μάνικα στα ιταλικά - tubo flessibile, manichetta, calze, tubo, tubo di
  • μάντης στα ιταλικά - chiromante, indovino, diviner, rabdomante, radiestesista, divinatore
  • μάντρα στα ιταλικά - battere, supplemento, allegato, penna, recinto, pestare, libbra, ...
Τυχαίες λέξεις
Μάνταλο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: catenaccio, saliscendi, chiavistello, fermo, latch, aggancio, scrocco