Μάνταλο στα ουκρανικά
Μετάφραση: μάνταλο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лат, клямка, засувка, заскочка, защіпка, защелка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μάνταλο
μάνταλο πόρτας, παναγιώτη μάνταλο, μάνταλο wiki, πέτρο μάνταλο, μάνταλο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μάνταλο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μάνα στα ουκρανικά - багатоокий, мати, матір, мать, мама
- μάνικα στα ουκρανικά - панчохи, панчоха, шланг, штани
- μάντης στα ουκρανικά - віщун, провісник, пророк, пророк цей
- μάντρα στα ουκρανικά - пір'їна, прикладення, загорожа, пишучи, огорожа, заключати, перо, ...
Τυχαίες λέξεις
Μάνταλο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лат, клямка, засувка, заскочка, защіпка, защелка
Μεταφράσεις: лат, клямка, засувка, заскочка, защіпка, защелка