Diminuzione στα ελληνικά
Μετάφραση: diminuzione, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστολή, ελάττωση, αναγωγή, εκπίπτω, πέφτω, μείωση, πτώση, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diminuire στα ελληνικά - συρρικνώνομαι, μικραίνω, ελαττώνω, μείωση, χαμηλώνω, μειώνομαι, μειώνω, ...
- diminutivo στα ελληνικά - υποκοριστικός, υποκοριστικό, υποκοριστικού, το μικρό, σύντμηση, μικροσκοπικό
- dimissioni στα ελληνικά - εγκαρτέρηση, παραίτηση, παραίτησης, παραίτησή, την παραίτησή, την παραίτηση
- dimora στα ελληνικά - κατοικία, τόπος, σπίτι, μέρος, τοποθετώ, Αρχική σελίδα, το σπίτι, ...
Τυχαίες λέξεις
Diminuzione στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστολή, ελάττωση, αναγωγή, εκπίπτω, πέφτω, μείωση, πτώση, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν
Μεταφράσεις: περιστολή, ελάττωση, αναγωγή, εκπίπτω, πέφτω, μείωση, πτώση, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν