Ποσό στα ιταλικά

Μετάφραση: ποσό, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
importo, somma, quantità, ammontare, dell'importo
Ποσό στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποσό

ποσό σύνταξης δημοσίου, ποσό επιδόματος ανεργίας 2014, ποσό δαπανών από την κάρτα αποδείξεων, ποσό μειωμένης σύνταξης ικα, ποσό κοινωνικού μερίσματος, ποσό λεξικό γλώσσας ιταλικά, ποσό στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • πορτρέτο στα ιταλικά - ritratto, portrait, ritratto di, verticale, del ritratto
  • ποσοστό στα ιταλικά - percentuale, percentuale di, percentuali, in percentuale, la percentuale
  • ποσόν στα ιταλικά - quantità, somma, importo, ammontare, dell'importo
  • ποσότητα στα ιταλικά - quantità, volume, quantitativo, la quantità, quantità di, quantitativi
Τυχαίες λέξεις
Ποσό στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: importo, somma, quantità, ammontare, dell'importo