Ποτό στα ιταλικά
Μετάφραση: ποτό, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bibita, bevanda, bere, drink, bevande
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποτό
ποτό τίποτα, ποτό με λίγες θερμίδες, ποτό κουμκουάτ, ποτό πορτοκάλι, ποτό φράουλα, ποτό λεξικό γλώσσας ιταλικά, ποτό στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ποτίζω στα ιταλικά - acqua, orina, urina, irrigare, innaffiare, annaffiare, irrigazione, ...
- ποταπός στα ιταλικά - basso, spregevole, disprezzabile, spregevoli, contemptible, disprezzabili
- που στα ιταλικά - dove, quella, il, ove, cui, in cui, se
- πουκάμισο στα ιταλικά - camicia, maglietta, maglia, della camicia, camicia di
Τυχαίες λέξεις
Ποτό στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: bibita, bevanda, bere, drink, bevande
Μεταφράσεις: bibita, bevanda, bere, drink, bevande