Στυφός στα ιταλικά
Μετάφραση: στυφός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acido, acre, acri, acrid, aspro, pungente
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στυφός
στυφός λεξικό γλώσσας ιταλικά, στυφός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- στυλοβάτης στα ιταλικά - colonna, sostegno, appoggio, pilastro, puntello, perno, cardine, ...
- στυλό στα ιταλικά - penna, pen, la penna, della penna, penna di
- στυφότητα στα ιταλικά - acerbità, acutezza, astringenza, l'astringenza, dell'astringenza, un'astringenza, astringente
- στόκος στα ιταλικά - stucco, mastice, putty, grassello, grassello di
Τυχαίες λέξεις
Στυφός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: acido, acre, acri, acrid, aspro, pungente
Μεταφράσεις: acido, acre, acri, acrid, aspro, pungente