Της] στα ιταλικά

Μετάφραση: της], Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
possedere, proprio, di, del, della, dei, delle
Της] στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: της]

της ελλάδος τα παιδιά, της κακομοιρας, της γερακινας γιος, της αγαπης μαχαιρια επεισοδιο 1, της ληθης το πηγαδι, της] λεξικό γλώσσας ιταλικά, της] στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • τηρώ στα ιταλικά - vigilare, osservare, rispettare, osservanza, di osservare, attenersi
  • της στα ιταλικά - gli, lei, suo, di, del, della, dei, ...
  • τι στα ιταλικά - che, che cosa, cosa, ciò che, ciò
  • τιθασεύω στα ιταλικά - addomesticare, ammansire, domare, ammorbidire, addolcire, attenuare, ammorbidire la, ...
Τυχαίες λέξεις
Της] στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: possedere, proprio, di, del, della, dei, delle