Φανελάκι στα ιταλικά
Μετάφραση: φανελάκι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
maglia, panciotto, maglietta, camicia, della camicia, camicia di
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φανελάκι
φανελάκι ανδρικό, φανελάκι μετάφραση, φανελάκι θηλασμού, σακούλες φανελάκι, ισοθερμικό φανελάκι, φανελάκι λεξικό γλώσσας ιταλικά, φανελάκι στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- φανατικός στα ιταλικά - fanatico, fanatico dei, fanatica, fanatici, fanatic
- φανατισμός στα ιταλικά - fanatismo, il fanatismo, fanatismi, del fanatismo, di fanatismo
- φανερά στα ιταλικά - apertamente, aperta, pubblicamente, apertamente la, francamente
- φανερός στα ιταλικά - aperto, ovvio, evidente, ovvia, evidenti, chiaro
Τυχαίες λέξεις
Φανελάκι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: maglia, panciotto, maglietta, camicia, della camicia, camicia di
Μεταφράσεις: maglia, panciotto, maglietta, camicia, della camicia, camicia di