Φανελάκι στα γαλλικά
Μετάφραση: φανελάκι, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
octroyer, chemise, veste, impartir, maillot, accorder, concéder, attribuer, gilet, shirts, de maillot
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φανελάκι
φανελάκι ανδρικό, φανελάκι μετάφραση, φανελάκι θηλασμού, σακούλες φανελάκι, ισοθερμικό φανελάκι, φανελάκι λεξικό γλώσσας γαλλικά, φανελάκι στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- φανατικός στα γαλλικά - zélateur, radical, extrême, exalté, extrémiste, forcené, furieux, ...
- φανατισμός στα γαλλικά - fanatisme, le fanatisme, du fanatisme, de fanatisme, fanatismes
- φανερά στα γαλλικά - évidemment, visiblement, manifestement, ouvertement, ouverte, publiquement, franchement, ...
- φανερός στα γαλλικά - franc, apparent, évident, public, ouvert, voyant, déclaré, ...
Τυχαίες λέξεις
Φανελάκι στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: octroyer, chemise, veste, impartir, maillot, accorder, concéder, attribuer, gilet, shirts, de maillot
Μεταφράσεις: octroyer, chemise, veste, impartir, maillot, accorder, concéder, attribuer, gilet, shirts, de maillot