Φανελάκι στα ολλανδικά
Μετάφραση: φανελάκι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
herenvest, hemd, overhemd, shirt van, shirt van de, shirts
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φανελάκι
φανελάκι ανδρικό, φανελάκι μετάφραση, φανελάκι θηλασμού, σακούλες φανελάκι, ισοθερμικό φανελάκι, φανελάκι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φανελάκι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- φανατικός στα ολλανδικά - razend, dweper, dol, woest, fanatiek, fanaticus, fanatieke, ...
- φανατισμός στα ολλανδικά - fanatisme, het fanatisme, fanaticism, dweepzucht
- φανερά στα ολλανδικά - openlijk, open, openlijk te, openbaar, openheid
- φανερός στα ολλανδικά - apert, kennelijk, openlijk, evident, open, uitgesproken, duidelijk, ...
Τυχαίες λέξεις
Φανελάκι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: herenvest, hemd, overhemd, shirt van, shirt van de, shirts
Μεταφράσεις: herenvest, hemd, overhemd, shirt van, shirt van de, shirts