Ανυψώνω στα λετονικά

Μετάφραση: ανυψώνω, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
celt, izklīst, lifts, lift, pacēlājs, pacelšanas, lifta
Ανυψώνω στα λετονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανυψώνω

ανυψώνω λεξικό γλώσσας λετονικά, ανυψώνω στα λετονικά

Μεταφράσεις

  • ανυπόμονος στα λετονικά - nepacietīgs, neiecietīgs, nepacietīgi, nepacietīga
  • ανυπόφορος στα λετονικά - neciešams, neciešamu, nepanesams
  • ανωμαλία στα λετονικά - anomālija, anomāliju, anomālijas, novirze, novirzes
  • ανωριμότητα στα λετονικά - brieduma trūkums, brieduma, nenobriedums, nobriedis, sistēmas nenobriedums
Τυχαίες λέξεις
Ανυψώνω στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: celt, izklīst, lifts, lift, pacēlājs, pacelšanas, lifta