Άπορος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: άπορος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жабрак, убогі, ўбогі, бедны, гаротны
Άπορος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άπορος

άπορος λεξικο, παντοπόρος άπορος, άπορος ορισμός, άπορος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, άπορος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • άπειρος στα λευκορωσικά - неспрактыкаваны, неопытный, нявопытны
  • άπληστος στα λευκορωσικά - прагны, сквапны, прагавіты, прагнае, жадный
  • άποψη στα λευκορωσικά - глядзець, выгляд, від
  • άπρεπος στα λευκορωσικά - непадыходны, непрыдатны, непадыходзячы, недарэчны
Τυχαίες λέξεις
Άπορος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: жабрак, убогі, ўбогі, бедны, гаротны