Άπορος στα ουγγρικά

Μετάφραση: άπορος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rászoruló, koldus, szegény, pauper, nincstelen, koldussal
Άπορος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άπορος

άπορος λεξικο, παντοπόρος άπορος, άπορος ορισμός, άπορος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, άπορος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • άπειρος στα ουγγρικά - tapasztalatlan, gyakorlatlan, a tapasztalatlan, tapasztalatlanok
  • άπληστος στα ουγγρικά - telhetetlen, pénzsóvár, kapzsi, mohó, a kapzsi, falánk
  • άποψη στα ουγγρικά - távlati, megvilágítás, szempont, kilátás, távlat, perspektíva, nézet, ...
  • άπρεπος στα ουγγρικά - illetlen, méltatlan, előnytelen, helytelen
Τυχαίες λέξεις
Άπορος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: rászoruló, koldus, szegény, pauper, nincstelen, koldussal