Αγροίκος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αγροίκος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нявыхаваны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγροίκος
αγροίκος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αγροίκος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αγράμματος στα λευκορωσικά - непісьменны, няграматны, неабазнаны, неграмотный, неабазнаны і
- αγριοκοιτάζω στα λευκορωσικά - блiскучы, яркае святло, яркае сьвятло, зыркае святло, бляск
- αγροικία στα λευκορωσικά - дом, хату, хата
- αγροτικός στα λευκορωσικά - сельскі, вёска, сельская, вясковы, сельскую
Τυχαίες λέξεις
Αγροίκος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: нявыхаваны
Μεταφράσεις: нявыхаваны